Με πολλές κιθάρες
Η δισκογραφική έκδοση 100 Guitars, η οποία αποτέλεσε ηχητική μαρτυρία συναυλίας οργανωμένης από τον Βαγγέλη Μπουντούνη για το Φεστιβάλ Αθηνών - πραγματοποιήθηκε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 28 Ιουλίου του 2004 - κατεγράφη ως η μεγάλη έκπληξη εκείνης της χρονιάς, μια και αναδείχθηκε σε μια από τις πλέον ευπώλητες, χωρίς, ωστόσο, να διαθέτει τον, εξ ορισμού, γνωστό εμπορικό χαρακτήρα και τις αντίστοιχες προδιαγραφές (δημοφιλείς τραγουδιστές, τραγούδια προορισμένα να γίνουν επιτυχίες, έστω και εφήμερες κ.ο.κ.). Η απρόσμενη ανταπόκριση των ακροατών ικανοποίησε και συγκίνησε τον Βαγγέλη Μπουντούνη, μα και τον προβλημάτισε για τη συνέχεια του, επιτυχημένου πλέον, εγχειρήματος. Ήταν προφανώς δύσκολο να συγκεντρωθούν ξανά τόσοι κιθαριστές – στην πραγματικότητα ο αριθμός τους ξεπερνούσε αρκετά τους εκατό – αλλά και να οργανωθεί ένα καινούριο πρόγραμμα που να ικανοποιούσε τις προσδοκίες του απαιτητικού ακροατηρίου. Ο Βαγγέλης Μπουντούνης ποτέ, πάντως, δεν εγκατέλειψε την ιδέα της συνέχειας. Συγκέντρωνε υλικό, κατέγραφε ιδέες και σκέψεις, οργάνωνε το σχεδιασμό και θεωρητικά μα και πρακτικά. Το πλήρωμα του χρόνου έφτασε και με ανανεωμένη διάθεση μα και ανασυνταγμένη την ομάδα των συνεργατών του – μολονότι ο βασικός πυρήνας παρέμεινε αναλλοίωτος - αποτόλμησε τη συνέχεια. Και ως γνωστόν «ο τολμών νικά». Με ολιγομελέστερο σύνολο, πιο ευέλικτο και πιο πειθαρχημένο, με τη φωνή να δηλώνει παρούσα σε μερικές από τις επιλογές-προτάσεις, προσδοκά να … επεκτείνει την περίφημη ρήση του Φρεντερίκ Σοπέν «Τίποτα δεν ηχεί πιο όμορφα από μια κιθάρα, εκτός ίσως από τις δυο», εμπλουτίζοντας συνάμα τις ακροαματικές μας εμπειρίες με ακούσματα τερπνά.
Επειδή οι επιλογές με τις οποίες δομήθηκε η έκδοση είναι πολύμορφες, πολύχρωμες και έξυπνα συνυφασμένες εκτείνονται σε όλο σχεδόν το φάσμα της μουσικής, θεωρούμε ότι μια σύντομη ξενάγηση στο διαμορφωμένο πρόγραμμα θα είναι ευεργετική. Γιατί καλύτερος ακροατής είναι πάντοτε ο ενημερωμένος ακροατής.
Το εναρκτήριο έργο του προγράμματος ακρόασης προέρχεται από ένα από τα δημοφιλέστερα συνθέματα της λόγιας μουσικής: τις Τέσσερις εποχές, τέσσερα κοντσέρτα για βιολί και ορχήστρα, τα οποία συνέθεσε το 1723 ο πολυγραφότατος Ιταλός μουσουργός Αντόνιο Βιβάλντι (1678-1741). Τα τέσσερα αυτά κοντσέρτα, καθένα από τα οποία έχει το όνομα μιας εποχής, εκδόθηκαν το 1725 ως μέρος δωδεκαμερούς έργου με τον ευφάνταστο τίτλο Ilcimentodell’armoniaedell’inventione(Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην αρμονία και την επινόηση) που έχει τον αριθμό 8 στον κατάλογο των έργων του Βιβάλντι. Για την έκδοση έχει επιλεγεί το πρώτο μέρος, allegro, από το πρώτο κοντσέρτο που είναι εμπνευσμένο από την άνοιξη. Και αντί για τη μικρή ορχήστρα εγχόρδων που θέλει ο συνθέτης να συνοδεύει το βιολί, εδώ το συνοδεύει μια μεγάλη ορχήστρα από κιθάρες, διεκδικώντας την παγκόσμια πρωτοτυπία.
Ακολουθεί ένα παραδοσιακός ζωναράδικος σκοπός. Ο ζωναράδικος είναι ζωηρός χορευτικός ρυθμός της Θράκης, σε 12/8, τον οποίο έφεραν πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία. Η ονομασία του οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο οι χορευτές (παλιότερα μόνον άνδρες), δημιουργούσαν το χορευτικό σχήμα, καθώς τα χέρια τους έπιαναν σταυρωτά τα ζωνάρια των πλαϊνών τους. Ο χορευτικός αυτός ρυθμός έγινε ιδιαιτέρως δημοφιλής όταν ο Διονύσης Σαββόπουλος τον χρησιμοποίησε – ακριβώς τον ίδιο σκοπό που υπάρχει στην παρούσα έκδοση και προέρχεται από το τραγούδι «Λιανοχορταρούδια» - με εξαιρετικά εύστοχο τρόπο το 1972 στο δεύτερο μέρος, «Τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα…», του σπουδαίου τραγουδιού του «Μαύρη θάλασσα», που κοσμούσε τον κύκλο τραγουδιών Βρώμικο ψωμί.
Όταν το 1955 ο έμπορος και ερασιτέχνης τραγουδοποιός από τον Παναμά Κάρλος Ελέτα Αλμαράν συνέθετε το τραγούδι «Historiadeunamor» (Ιστορία μιας αγάπης), στη μνήμη της γυναίκας του αδελφού του, που πριν λίγο είχε φύγει πρόωρα από τη ζωή, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το τραγούδι αυτό θα αναδεικνυόταν σε ένα από τα πλέον δημοφιλή ερωτικά τραγούδια του 20ου αιώνα. Το τραγούδι, ένα μελωδικότατο μπολέρο, ερμηνεύτηκε και δισκογραφήθηκε σε δεκάδες διαφορετικές εκδοχές από δεκάδες καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο, όπως το Τρίο Λος Πάντσος (αργότερα και με την αρωγή της Ίντι Γκορμέ), οι Λος Παραγουάιος (με τον Λουίς Αλμπέρτο ντελ Παρανά, βεβαίως), η Έρθα Κιτ, ο Περέζ Πράντο με την ορχήστρα του, η Νάνα Μούσχουρη, η Νταλιντά, ο Χούλιο Ιγκλέσιας, ο Λουίς Μιγκέλ - για να μνημονεύσουμε μερικούς μόνο. Και να σήμερα, καταθέτοντας τη δική τους εκδοχή, ο Βαγγέλης Μπουντούνης, η Μάρω Ραζή, ο Μάριος Φραγκούλης και οι συνεργάτες τους, αποδεικνύουν ότι το τραγούδι αυτό αντέχει ακόμη στο χρόνο.
Ο Βαγγέλης Μπουντούνης, εκτός των άλλων ιδιοτήτων με τις οποίες συμμετέχει στην έκδοση (εμπνευστής, οργανωτής, κιθαριστής, διασκευαστής των έργων και διευθυντής του συνόλου που τα ερμηνεύει) εμφανίζεται, για μια ακόμη φορά, ως πρωτογενής δημιουργός, ως συνθέτης δηλαδή. Τα τρία από τα τέσσερα δικά του συνθέματα που εμπεριέχονται στην έκδοση υποτάσσονται σε συγκεκριμένους χορευτικούς ρυθμούς. Το πρώτο που συναντάμε είναι ένα τρυφερό βαλς με αμιγή ρομαντική αισθητική. Ονομάζεται «Το βαλς της Αγγελικής». Έτσι το ονόμασε ο συνθέτης του όταν το έπλασε το 2004 και το αφιέρωσε στην κόρη του Λυδία-Αγγελική. Στη συναυλία του Ηρωδείου παρουσιάστηκε με όνομα «Το βαλς του Ηρωδείου». Στην παρούσα έκδοση παρουσιάζεται επανεπεξεργασμένο, ο δημιουργός του ορίζει σε ρόλους πρωταγωνιστών το βιολί, το βιολοντσέλο, το ρεκίντο και το μαντολίνο, και με την αυθεντική του ονομασία. Μετ’ ολίγον μια νοσταλγική «Πολωνέζα», επιβεβαιώνει τη ρομαντική διάθεση του συνθέτη. Στην ερμηνεία του χορευτικού αυτούς ρυθμού, που δόξασε ο Φεντερίκ Σοπέν, κυριαρχεί το μαντολίνο, ενώ η φωνή λειτουργεί ως μουσικό όργανο. Η βασική μορφή του έργου δεν είναι πρωτότυπη. Πρόκειται για τη σπουδή αρ. 84 για σόλο κιθάρα, την οποία συνέθεσε ο Βαγγέλης Μπουντούνης και περιέλαβε στην μέθοδο κιθάρας του, που έχει εκδοθεί με όνομα Debuto. Λίγο πριν από το τέλος του προγράμματος βρίσκουμε έναν άλλο χορευτικό ρυθμό, πιο ζωηρό και πιο οικείο. Πρόκειται για ένα «Σαλταρέλο», χορό με καταγωγή από τη Νάπολι, που ο μύθος του χάνεται στο χρόνο. Το κεφάτο έργο, σύνθεση του 1993, ευρίσκεται ηχογραφημένο και στην έκδοση 100 Guitars. Η νέα ερμηνεία του ενώ είναι πιο λιτή, είναι πιο συνεπής στις ρυθμολογικές προδιαγραφές του λαϊκού χορού της Ιταλίας. Το τέταρτο σύνθεμα του Βαγγέλη Μπουντούνη που περιέχεται στην έκδοση, ως ειδικού ενδιαφέροντος, σχολιάζεται κατωτέρω.
Η σχέση του Βαγγέλη Μπουντούνη με τον Μάνο Χατζιδάκι, μπορεί να θεωρηθεί ως σχέση μαθητή με δάσκαλο. Ο μαθητής, έχοντας αφομοιώσει καλά τη μουσική διαλεκτική του δάσκαλου δεν παραλείπει να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς αυτόν με διάφορους τρόπους. Άλλοτε διασκευάζοντας τη μουσική του για δυο ή περισσότερες κιθάρες (έχουν ήδη εκδοθεί δυο CDμε διασκευές για δυο κιθάρες, στο δε 100 Guitars περιέχονται δείγματα της μουσικής του), άλλοτε συνθέτοντας με τον τρόπο εκείνου. Δυο τραγούδια και ένα οργανικό παρουσιάζονται καταλλήλως προσαρμοσμένα, μια και είχαν πρωτοπαρουσιαστεί στις εκδόσεις με δυο κιθάρες που προμνημονεύτηκαν. Πρώτα το οργανικό «Προσωπογραφία της μητέρας μου» προερχόμενο από το εμβληματικό έργο του 1964 Το χαμόγελο της Τζοκόντας. Ο Βαγγέλης Μπουντούνης θέλησε σε αυτό η βασική μελωδία να αποδίδεται από βιολοντσέλο, ενώ και το βιολί, και κυρίως το μαντολίνο, προσδίδουν ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα. Τα δυο τραγούδια, που τραγουδήθηκαν με τους στίχους του Νίκου Γκάτσου, είναι το «Αθανασία», από τον ομώνυμο κύκλο του 1975, το οποίο επελέγη ως ακροτελεύτιο της έκδοσης, και το «Η μπαλάντα του Ούρι» το οποίο ναι μεν πρωτοδισκογραφήθηκε ως οργανικό με τον κύκλο Αθανασία – αργότερα του χάρισε τους στίχους του ο Γκάτσος – ακούστηκε όμως για πρώτη φορά το 1969 στους τίτλους της ταινίας του Γιαν Νεγκουλέσκο Οι ήρωες. Στην παρούσα έκδοση, όμως, υπάρχει ένα ακόμη έργο το οποίο συνδέει τον Βαγγέλη Μπουντούνη με τον Μάνο Χατζιδάκι. Είναι το αφιέρωμα του πρώτου στη μνήμη του δεύτερου «Ένα τραγούδι για τον Μάνο». Πρόκειται για μια αυθόρμητη δημιουργία η οποία ανέβλυσε από το λυγμό του Βαγγέλη, τρεις μέρες μετά το ξεκίνημα του Μάνου για την αιωνιότητα. Αυτό το όμορφο τραγούδι χωρίς λόγια, που κουβαλάει δυσμέτρητη συναισθηματική φόρτιση, αποτέλεσε και τη μαγιά για τις δυο εκδόσεις με δυο κιθάρες, οι οποίες ονομάστηκαν αντιστοίχως Ένα τραγούδι για τον Μάνο vol.1(1998) και vol.2(2005).
Εκτός από τα ελληνικά ηχοχρώματα και εκείνα τα χαρακτηριστικά της Ιβηρικής χερσονήσου δίνουν εντυπωσιακό παρόν στην έκδοση. Ένα τραγούδια από την Πορτογαλία σύγχρονο, αλλά ταυτόχρονα διαχρονικό, μας θυμίζει την οικουμενική εμβέλεια του συγκροτήματος Madredeus. Πρόκειται βεβαίως για το «Opastor» (Ο ποιμένας), το οποίο κόσμησε το δίσκο του 1990 Existir(Ύπαρξη). Τραγουδήθηκε πολύ και τραγουδιέται ακόμη. Στην καινούρια εκδοχή του διατηρεί την πρώτη μορφή του, αυτήν δηλαδή του τραγουδιού. Στην ίδια μορφή προσφέρονται και τα δυο τραγούδια που προσδιορίζουν τη μουσική παράδοση της άλλης χώρας των Ιβήρων, την Ισπανία. Προέρχονται από τη συλλογή του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ο Ανδαλουσιανός ποιητής, όντας και καλός μουσικός, κατέγραψε στο σύντομο πέρασμά του από τη γη δεκατρία παραδοσιακά τραγούδια του τόπου του και τα εξέδωσε στη λιτή μορφή για φωνή και πιάνο. Έχουν επιλεγεί από αυτά το «SevillanasdelsigloXVIII» (Σεβιγιάνα του 18ου αιώνα) με τον πύρινο ρυθμό, γνωστό και ως «VivaSevilla» (Ζήτω η Σεβίλλη), και το επίσης ρυθμικό «Elcafé deChinitas» (Το καφέ της Κινεζούλας), που και τα δυο τους εκφράζουν, με διαφορετικό πάντως τρόπο, τις επιρροές των Αράβων κατακτητών. Υπάρχει όμως ένα ακόμη σύνθεμα, οργανικό αυτό, που παραπέμπει στον πλούτο και τα μελαψά χρώματα της αραβοϊσπανικής μουσικής: το «BolerasSevillanas» το οποίο συνδυάζει το μουσικό ήθος της σεβιγάνα και του μπολέρο.
Ο κύκλος των παραδοσιακών χορευτικών σκοπών συμπληρώνεται από έναν επίσης γοητευτικό, ο οποίος γεννήθηκε στην Ιρλανδία. Ονομάζεται απλά «Ιρλανδικός χορός» και ουδείς γνωρίζει ποια είναι η ηλικία του και ποιος ο δημιουργός του. Αναπτύσσεται στη γνωστή τριμερή μορφή γρήγορο-αργό-γρήγορο. Ακούγοντας ο ακροατής το αργό μεσαίο τμήμα του ξεγελιέται και περιμένει ότι θα ολοκληρωθεί ακολουθώντας τον κανόνα ΑΒΑ, δυο ίδια δηλαδή θέματα περιβάλλουν ένα διαφορετικό μεσαίο. Όμως όχι! το τρίτο τμήμα του είναι τελείως διαφορετικό.
Πιο πριν, όμως, ανάμεσα στα ρυθμικά «Opastor» και «Σεβιγιάνα» προσφέρει στον ακροατή άλλου είδους αισθητική συγκίνηση ένα αιθέριο δείγμα της ανεκτίμητης προσφοράς του μέγιστου των τραγουδοποιών: του Φραντς Σούμπερτ ασφαλώς. Στα εκατοντάδες τραγούδια που συνέθεσε στη σύντομη ζωή του – Lied(λιντ) στον ενικό, Lieder(λίντερ) στον πληθυντικό – το «AveMaria» με την ευλαβική μεγαλοσύνη του κατέχει εξέχουσα θέση. Είναι γνωστό ως «AveMaria», ωστόσο το πρωτότυπο όνομά του είναι «Ellens Gesang III» (Το τρίτο τραγούδι της Έλεν). Προέκυψε από τη μελοποίηση, τον Απρίλιο του 1825, αποσπάσματος της μετάφρασης στα γερμανικά, από τον Άνταμ Στόρκ, του επικού ποιήματος TheLadyoftheLake(Η Κυρά της λίμνης), που εξέδωσε το 1810 ο Σερ Γουόλτερ Σκοτ. Ο Βαγγέλης Μπουντούνης στην επεξεργασία του ζητά από το βιολί, το βιολοντσέλο και τη φωνή, την οποία και σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιεί σαν όργανο, να οδηγήσουν τη φαντασία με τρόπο εξαϋλωτικό σε τόπους υπερσυμπαντικούς, εκεί όπου μόνον η μουσική μπορεί.
Όσοι έχουν παρακολουθήσει την πορεία του Βαγγέλη Μπουντούνη γνωρίζουν ότι κορυφώματά της αποτελούν τα έργα για δυο κιθάρες (πρωτότυπα, δικές του συνθέσεις ή μεταγραφές) τα οποία συνερμηνεύει με τη σύντροφό του, στη ζωή και την τέχνη, Μάρω Ραζή. Το σχήμα δεν λείπει από την παρούσα έκδοση. Δυο είναι οι επιλογές στις οποίες δωρίζουν τα ερμηνευτικά τους χαρίσματα. Πρώτα συναντάται μια εξαίσια άρια, με το ήθος του νανουρίσματος, την οποία συνέθεσε το 1935 ο Τζορτζ Γκέρσουιν για την όπερά του Πόργκι και Μπες. Η άρια, χάρη στα αφομοιωμένα λαϊκά χαρακτηριστικά της, σύντομα απεξαρτήθηκε από το λυρικό δράμα για το οποίο πλάστηκε και διέγραψε μια ζηλευτή πορεία, ως λαϊκό πια τραγούδι, αλλά και σε οργανική μορφή. Πρόκειται βεβαίως για το «Summertime» (Καλοκαίρι) το οποίο, αν κρίνουμε από τις δισκογραφημένες εκδοχές του, οι οποίες πλησιάζουν – αν δεν τις ξεπέρασαν – τις 3.000, είναι ασφαλώς το δημοφιλέστερο σύνθεμα στην ιστορία της μουσικής. Και συνεχώς προστίθενται καινούριες ενδιαφέρουσες διασκευές και ερμηνείες του σαν και αυτή που προσφέρουν η Μάρω Ραζή και ο Βαγγέλης Μπουντούνης. Εξ ίσου ατμοσφαιρική μα και σαγηνευτική είναι και η δεύτερη επιλογή, η περίφημη «Cavatina», μια σύνθεση του 1970 την οποία χρησιμοποίησε ο πλαστουργός της Στάνλεϊ Μάγιερς στη συγκλονιστική κινηματογραφική ταινία του Μάικλ Τσιμίνο TheDeerHunter(Ο ελαφοκυνηγός, 1978). Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κλασική κιθάρα, αφού για την ταινία, όπου δέσποζε ως μουσικό θέμα, την ερμήνευσε ο γνωστός, όσο και εξαίρετος, κιθαριστής Τζον Γουίλιαμς.
Μάρτιος 2008
Β. Μονεμβασίτης
Κριτικός-ιστορικός μουσικής
|
100 ΚΙΘΑΡΕΣ Νο 2: ΕΝΑ «ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ» CD
Με μεγάλη δυσκολία ξαναμπήκα στην περιπέτεια να ηχογραφήσω ένα νέο CDμε τους «Κιθαριστές». Ομολογώ ότι το πρώτο, («Ζωντανή ηχογράφηση στο Ηρώδειο») υπήρξε μια «εύκολη» υπόθεση, αφού σε τέτοιες ζωντανές ηχογραφήσεις, είναι επιτρεπτές κάποιες ατέλειες που, βέβαια, καλύπτονται από τη φρεσκάδα του «ζωντανού». Στο CDαυτό, τα αναζήτησα και τα δύο: Αφ’ ενός μεν μια εκτέλεση χωρίς τεχνικές αδυναμίες, αφ’ ετέρου δε, μια ηχογράφηση που να θυμίζει ζωντανή συναυλία.
Έτσι μπήκαμε στο στούντιο, με πολύ τρακ και πολλή αγωνία για το τελικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι για πρώτη φορά (και όχι μόνο στην Ελλάδα) θα ηχογραφούσε μια ογκώδης ορχήστρα από κιθάρες.
Η επιλογή της μουσικής, οι ενορχηστρώσεις, οι κιθαριστές, οι σολίστ, το στούντιο και οι ηχολήπτες επιλέχθηκαν για να υπηρετήσουν ένα μόνο στόχο: Τη δημιουργία ενός CDπου να σέβεται τους ακροατές του και, κυρίως, να μην προδίδει τη μουσική, αφού όλα τα έργα (εξαιρώ τα δικά μου!) είναι σημαντικά το καθένα στο είδος του. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργήσαμε ένα CDπου χώρεσε όλα τα είδη και όλες τις εποχές της μουσικής και που, ίσως, αποδεικνύει αυτό που μου έμαθε ο μεγάλος μου δάσκαλος και φίλος Μάνος Χατζιδάκις: Πως η μουσική είναι μία: Η Καλή.
Εύχομαι να αγκαλιαστεί από τον κόσμο, όπως έγινε και με το πρώτο, για να αποδειχθεί για μια ακόμα φορά ότι όλοι μπορούν να χαρούν την καλή μουσική χωρίς απαραίτητα να την έχουν σπουδάσει, όσο δύσκολο κι αν είναι να την ανακαλύψουν στην εποχή μας που κατακλύζεται από κάθε είδους σκουπίδια.
Θεωρώ πολύ σημαντικό, στην πλαστική εποχή που ζούμε, η μουσική να παίζεται από όργανα φυσικά, όπως παιζόταν αρκετούς αιώνες πριν, από την κιθάρα, το βιολί, το μαντολίνο, το τσέλο και το κοντραμπάσο. Θα έλεγα ότι πρόκειται στην κυριολεξία για ένα “οικολογικό” CD.
Πολλοί είναι οι άνθρωποι που εργάσθηκαν και βοήθησαν για τη δημιουργία αυτού του δίσκου. Τους ευχαριστώ όλους μέσα από την καρδιά μου.
Πρώτη απ’ όλους τη σύντροφό μου Μάρω Ραζή που έζησε αυτή την περιπέτεια από την πρώτη νότα που έβαλα στο πεντάγραμμο και που συμμετείχε σαν “Μπαλαντέρ” σε όλα τα έργα παίζοντας όλες τις φωνές, πότε με την κανονική κιθάρα και πότε με την μικρή (Requinto).
Τη “μόνιμη” τραγουδίστρια των “Κιθαριστών” τη σοπράνο Ελπινίκη Ζερβού που αποτελεί για μας και την ορχήστρα κάτι πολύ παραπάνω από μια σπουδαία φωνή.
Τον μαντολινίστα, κιθαριστή, έφορο της ορχήστρας και φίλο μου Κων/νο Κωνσταντόπουλο για το ενδιαφέρον που έδειξε γι’ αυτή τη δουλειά και, κυρίως, για την… υπομονή του.
Τον Κων/νο Μπουντούνη στο τσέλο και τα κρουστά και τη Λυδία Μπουντούνη στο βιολί που, μόνο όσοι βρίσκονται αρκετά κοντά μου ξέρουν πόσο πολύ τους έχω “εκμεταλευθεί” κι αυτό, επειδή είναι ακόμα μικροί και δεν μπορούν να… “υπερασπισθούν” αποτελεσματικά τον εαυτό τους.
Τους “Κιθαριστές” και κυρίως εκείνους που απετέλεσαν τη βασική ορχήστρα της ηχογράφησης: Ο Κων/νος Κωνσταντόπουλος, ο Σπύρος Χριστόγλου, ο Σταύρος Ντουλαβέρης, ο Μιχαηλάγγελος Τουμανίδης, ο Περουλής Σακελλαρίδης, ο Νίκος Δημοσθένους, ο Γιώργος Καράτσαλος, ο Νίκος Δραγώνας, ο Γιώργος Μπουλαζέρης, ο Νίκος Παπασπυρόπουλος, ο Ανδρέας Χαλκιάς, ο Δημήτρης Κέκκος και ο Γιάννης Τριδήμας.
Τον Γιώργο Χατζιδάκι που μου προσφέρει την εμπιστοσύνη του και την άνεση να παρουσιάζω τη μουσική του Μάνου μ’ αυτό τον “περίεργο” τρόπο.
Τον Μάριο Φραγκούλη και τους συνεργάτες του Θύμιο Παπαδόπουλο και Μαίρη Τηλεμάχου για τον επαγγελματισμό, την ευκολία και την απλότητα με την οποία συνεργάστηκαν σ’ αυτό το δίσκο.
Τον ηχολήπτη Άκη Πασχαλάκη για τον επαγγελματισμό του στην ηχογράφηση. Μετά τις… αρχικές μας “διαφωνίες” όλα κύλησαν ρολόι.
Τον ηχολήπτη Αλέξανδρο Χρυσίδη, έναν, επίσης, σπουδαίο επαγγελματία, στον οποίο “παρέδωσα” σιγά-σιγά ολόκληρη την επεξεργασία και τη μίξη. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένοιωσα τόσο περιττός όσο εκείνες τις ατέλειωτες ώρες της μίξης..
Τον καλό μου φίλο Περουλή Σακελλαρίδη για τις…συνεδρίες κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, την ηθική του συμπαράσταση και για τη βοήθεια του στην επεξεργασία των κειμένων.
Τον μπασίστα Πόλη Πελέλη που τον συνάντησα για πρώτη φορά στο στούντιο και έπαιξε με τέτοια απίστευτη άνεση σαν να συνεργαζόμαστε χρόνια.
Τον κιθαριστή Σταύρο Ντουλαβέρη που κουβάλησε από την άκρη του κόσμου (Περού) αυτό το περίεργο όργανο (Ματσάγκο το λέω εγώ) για να παίξει στα Ισπανικά κομμάτια (εκείνος το λέει Τσαράγκο!).
Τον Γιώργο Μονεμβασίτη, τον τελειοθήρα μουσικολόγο που ήταν πάντοτε παρών και συνεπής όσες φορές χρειάστηκε.
Τον Στέλιο Φωτιάδη, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να ξαναμπώ σ’ αυτή την περιπέτεια με το πείσμα και την επιμονή του.
Την Κάτια Καπελάκου που ανέλαβε, με όλη την ευγένεια και τον επαγγελματισμό που τη διακρίνει, την, μετά την ηχογράφηση, ολοκλήρωση του CD.
Τους φιλόξενους ιδιοκτήτες του καταπληκτικού στούντιο Siera,για τον επαγγελματισμό και την άνετη και φιλική ατμόσφαιρα που έχουν δημιουργήσει σ’ αυτό το χώρο.
Την Εταιρεία, τέλος, για την τόλμη της να επιχειρήσει, ξανά, μια τόσο “παρακινδυνευμένη” παραγωγή, με μια μουσική “διεθνή”, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που, τα τελευταία χρόνια, βυθίζεται στην υποκουλτούρα.
Στους περισσότερους από τους παραπάνω (κυρίως τους συνεργάτες μου), χρωστώ μια μεγάλη συγγνώμη για τον εκνευρισμό μου στις πρόβες και στην ηχογράφηση και ( για χιλιοστή φορά) μια υπόσχεση πως δεν θα ξανασυμβεί!
Βαγγέλης Μπουντούνης
|
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΔΙΣΚΟΥ
1. Μάνος Χατζιδάκις(1925-1994) Προσωπογραφία της μητέρας μου
Κωνσταντίνος Μπουντούνης, τσέλο
Λυδία Μπουντούνη, βιολί
Μάρω Ραζή, ρεκίντο
Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, μαντολίνο
2. Antonio Vivaldi(1678-1741) Le quattro stagioni – La primavera (Allegro)
ΛυδίαΜπουντούνη, βιολί
ΜάρωΡαζή, ρεκίντο
ΚωνσταντίνοςΜπουντούνης, τσέλο
3. ΠαραδοσιακόΘράκης Ζωναράδικοςχορός
4. Carlos Eleta Almarán (1923-1985)Historia de un amor
ΜάριοςΦραγκούλης, τραγούδι
ΜάρωΡαζή, κιθάρα
ΒαγγέληςΜπουντούνης, κιθάρα
5. Βαγγέλης Μπουντούνης(γενν. 1950) Το βαλς της Αγγελικής
Λυδία Μπουντούνη, βιολί
Κωνσταντίνος Μπουντούνης, τσέλο
Μάρω Ραζή, ρεκίντο
Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, μαντολίνο
6. FranzSchubert(1797-1828) AveMaria
Λυδία Μπουντούνη, βιολί
Ελπινίκη Ζερβού, φωνή
Κωνσταντίνος Μπουντούνης, τσέλο
7. Παραδοσιακό Sevillanas del siglo XVIII
ΕλπινίκηΖερβού, τραγούδι
8. ΒαγγέληςΜπουντούνης Polonaise
ΕλπινίκηΖερβού, φωνή
ΜάρωΡαζή, ρεκίντο
ΚωνσταντίνοςΚωνσταντόπουλος, μαντολίνο
9. Παραδοσιακό Ιρλανδικόςχορός
10. George Gershwin(1898-1937) Summertime
ΜάρωΡαζή, κιθάρα
ΒαγγέληςΜπουντούνης, κιθάρα
11. Madredeus O pastor (στίχοι: Pedro Ayres Magalhães)
ΕλπινίκηΖερβού, τραγούδι
12. Βαγγέλης Μπουντούνης Saltarello
Μάρω Ραζή, ρεκίντο
13. Μάνος Χατζιδάκις Η μπαλάντα του Ούρι
Μάρω Ραζή, ρεκίντο
Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, μαντολίνο
14. Βαγγέλης Μπουντούνης Ένα τραγούδι για τον Μάνο
Μάρω Ραζή, ρεκίντο
Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, μαντολίνο
Κωνσταντίνος Μπουντούνης, τσέλο
15. Παραδοσιακό El café de Chinitas
ΕλπινίκηΖερβού, τραγούδι
ΜάρωΡαζή, ρεκίντο
16. Stanley Myers (1930-1993) Cavatina
ΜάρωΡαζή, κιθάρα
ΒαγγέληςΜπουντούνης, κιθάρα
17. Παραδοσιακό Boleras Sevillanas
18. Μάνος Χατζιδάκις Αθανασία
Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, μαντολίνο
requinto= ρεκίντο, κιθάρα μικρότερου μεγέθους από την κανονική
|
ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
ΟΙ ΣΟΛΙΣΤ:
Μάρω Ραζή: Κιθάρα-Requinto
Ελπινίκη Ζερβού: Τραγούδι
Μάριος Φραγκούλης: Τραγούδι
Κων/νος Κωνσταντόπουλος: Μαντολίνο
Λυδία Μπουντούνη: Βιολί
Κων/νος Μπουντούνης: Βιολοντσέλο-Κρουστά
Πόλης Πελέλης: Κοντραμπάσσο
Σταύρος Ντουλαβέρης: Τσαράγκο
Μπάμπης Καρανικολής: Κρουστά
Βαγγέλης Μπουντούνης: Κιθάρα
Οι «ΚΙΘΑΡΙΣΤΕΣ» βασική ορχήστρα:
Νίκος Δημοσθένους
Νίκος Δραγώνας
Γιώργος Καράτσαλος
Δημήτρης Κέκκος
Κων/νος Κωνσταντόπουλος
Γιώργος Μπουλαζέρης
Σταύρος Ντουλαβέρης
Νίκος Παπασπυρόπουλος
Περουλής Σακελλαρίδης
Μιχαηλαγγελος Τουμανίδης
Γιάννης Τριδήμας
Ανδρέας Χαλκιάς
Σπύρος Χριστόγλου
ΗΧΟΛΗΠΤΕΣ:
Άκης Πασχαλάκης – Αλέξανδρος Χρυσίδης.
Η ηχογράφηση έγινε στο στούντιο SIERAαπό τις 20 Οκτωβρίου 2007 έως τις
24 Φεβρουαρίου 2008.
Οι κιθάρες που χρησιμοποιήθηκαν στην ηχογράφηση είναι κατασκευές των:
Ignacio Fleta, Hermann Hauser, Masaru Kohno, Masaki Sakurai, Παύλου Γύπα, Βασίλη Βασιλειάδη και Νίκου Ευθυμίου |